Τα Τζουμέρκα, που η κορυφή τους Καταφίδι υψώνεται ως τα 2.393μ., βρίσκονται ανάμεσα στους νομούς Άρτας και Ιωαννίνων και μαζί με τα βουνά Κακαρδίτσα και Λάκμο αποτελούν τα σημαντικότερα ορεινά συγκροτήματα της περιοχής. Χαρακτηριστικό του βουνού είναι οι απότομες κόψεις, που εκτείνονται στο μεγαλύτερο μήκος της δυτικής πλευράς του. Η ανατολική πλευρά είναι πιο ήπια και ευκολότερη για χειμερινές αναβάσεις. 

Όπως στην υπόλοιπη Πίνδο, έτσι και εδώ βρίσκουν καταφύγιο μερικά από τα μεγάλα και σπάνια θηλαστικά της Ελλάδας. Με πολλή τύχη μπορεί κανείς να συναντήσει αρκούδες, λύκους, ζαρκάδια και άλλα, μικρότερα είδη. Οι πλαγιές του βουνού είναι κατάφυτες με έλατα και μαύρη πεύκη, ενώ δεν λείπουν και τα φυλλοβόλα δέντρα όπως κουτσουπιές, αγριοκερασιές και πλατάνια.

Γύρω από τα Τζουμέρκα υπάρχουν αρκετά χωριά, όπου μπορεί κανείς να διανυκτερεύσει- αν και ορισμένα προσεγγίζονται δύσκολα. Οι δρόμοι στο βουνό δίνουν την εντύπωση ότι έχουν διανοιχθεί χωρίς να λάβουν υπόψιν τις κλιματικές συνθήκες της περιοχής. Οι περισσότεροι καταστρέφονται από την κακοκαιρία κάθε χειμώνα, ενώ οι κατολισθήσεις είναι συχνό φαινόμενο όλο το χρόνο. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στο δρόμο που οδηγεί στο χωριό Θεοδώριανα.

Αρχαιολογικά ευρήματα στα Πραμάντα μαρτυρούν ότι η περιοχή των Τζουμέρκων κατοικείται τουλάχιστον από την εποχή του Χαλκού, ενώ σύμφωνα με το μύθο το βουνό αποτέλεσε τόπο εξιλέωσης για το βασιλιά του Ορχομενού Αθάμα, τον οποίο τρέλανε η Ήρα με αποτέλεσμα να σκοτώσει έναν από τους γιους του. Την περίοδο του Δεσποτάτου της Ηπείρου, η περιοχή γνώρισε μεγάλη άνθηση και συνέχισε να απολαμβάνει ιδιαίτερα προνόμια στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, μέχρι και την έλευση του Αλή Πασά. Σημαντικό βυζαντινό μνημείο των Τζουμέρκων αποτελεί η Κόκκινη Εκκλησιά, γνωστή και ως Παναγιά Βελλάς, στον οικισμό Παλαιοχώρι Βουργαρελίου. Χρονολογούμενη στα τέλη του 12ου αιώνα, πιθανολογείται ότι πήρε το όνομα της από τα κοκκινόμαυρα τούβλα στους εξωτερικούς της τοίχους. Επισκεφθείτε, ακόμα, το Λαογραφικό Μουσείο Καράλη στα Θεοδώριανα, με μία συλλογή 1.800 αντικειμένων λαϊκής τέχνης και παράδοσης.