Το φαράγγι του Βίκου βρίσκεται 30χλμ βόρεια των Ιωαννίνων και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους και πιο πολυσύχναστους περιπατητικούς προορισμούς της βόρειας Ελλάδας. Το μήκος του αγγίζει τα 12χλμ., ενώ εάν το υπολογίσουμε μαζί με το φαράγγι Βικάκι, που ξεκινάει δίπλα από το χωριό Μονοδέντρι, αγγίζει τα 24χλμ. Ο Εθνικός Δρυμός Βίκου- Αώου, χαρακτηρισμένος το 1973, έχει συνολική έκταση 1.600 εκτάρια.  

Κύριο χαρακτηριστικό του φαραγγιού είναι οι απότομες κόψεις των γύρω βουνοκορφών και το δάσος φυλλοβόλων δέντρων που αναπτύσσεται σε όλο το μήκος του, ενώ η χλωρίδα της περιοχής αριθμεί περίπου 1700 είδη και υποείδη. Πέντε από αυτά είναι τοπικά ενδημικά και συναντώνται αποκλειστικά στο φαράγγι, ενώ δώδεκα δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Εξίσου πλούσια είναι και η πανίδα της περιοχής. Εδώ βρίσκουν καταφύγιο λύκοι, ζαρκάδια, αρκούδες, νυφίτσες, αγριόγατες κ.α. Την άνοιξη ίχνη αρκούδων διακρίνονται στο χιόνι που λιώνει στα γύρω βουνά, αν και τέτοιου είδους συναντήσεις είναι πιο σπάνιες μέσα στο φαράγγι. Δυστυχώς, η λαθροθηρία συνιστά μεγάλη πληγή για τον εθνικό δρυμό.  

Οι γεωλογικοί ασβεστολιθικοί σχηματισμοί του φαραγγιού, που φτάνουν τα 1.700 μ. ύψος, δημιουργήθηκαν πριν από 37 με 150 εκατ. χρόνια. Το καλοκαίρι, οι τοπικές βροχές είναι συχνό φαινόμενο, ενώ τον χειμώνα επικρατούν χαμηλές θερμοκρασίες.

Το εγκαταλειμμένο Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, κοντά στο Μονοδέντρι, προσφέρει πανοραμική θέα του φαραγγιού. Σε μικρή απόσταση βρίσκεται η Μεγάλη Σπηλιά, προσεγγίσιμη μέσα από ένα στενό μονοπάτι. Τα μονότοξα, δίτοξα και τρίτοξα γεφύρια της περιοχής κατασκευάστηκαν τον 18ο και 19ο αιώνα για να συνδέσουν απομακρυσμένα χωριά, πολύ πριν διανοιχτούν οι σημερινοί δρόμοι. Ολόκληρη η περιοχή του Ζαγορίου άκμασε κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας, και στα χρόνια μετά την απελευθέρωση, χάρη στην έντονη εμπορική δραστηριότητα. Οι κομπογιαννίτες “γιατροί του Βίκου”, που αξιοποιούσαν τις ευεργετικές ιδιότητες των φυτών και βοτάνων του φαραγγιού, ήταν γνωστοί σε όλη την Ελλάδα.